Curability in greek
Translation: curability, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
θεραπευτό, θεραπευσιμότητα, ικανότητα σκλήρυνσης, ικανότητα σκλήρυνσης διά, ικανότητα σκλήρυνσης διά της
Other Languages
Related words: curability
curability language dictionary greek, curability in greek
Translations
- cups in greek - φλιτζάνια, κύπελλα, φλυτζάνια, κούπες, ποτήρια
- cur in greek - κοπρίτης, Cur
- curable in greek - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
Random words
Curability in greek - Dictionary: english » greek
Translations: θεραπευτό, θεραπευσιμότητα, ικανότητα σκλήρυνσης, ικανότητα σκλήρυνσης διά, ικανότητα σκλήρυνσης διά της
Translations: θεραπευτό, θεραπευσιμότητα, ικανότητα σκλήρυνσης, ικανότητα σκλήρυνσης διά, ικανότητα σκλήρυνσης διά της