Curbs in greek
Translation: curbs, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κράσπεδα, κρασπέδων, κρασπεδόρειθρα, συγκρατήσεις, κερμπ
Other Languages
Related words: curbs
roof curbs, concrete curbs, parking curbs, curbs appetite, yellow curbs, curbs language dictionary greek, curbs in greek
Translations
- curbed in greek - αναχαιτιστεί, συγκράτησε, περιοριστούν, καμφθεί, περιόρισε
- curbing in greek - περιορισμός, περιορισμό, συγκράτηση, τον περιορισμό, καταστολή
- curcuma in greek - Curcuma, κουρκουμά, κούρκουμα, το curcuma, φυτού Curcuma
- curd in greek - πηγμένο γάλα για τυρί, πηγμένο γάλα, τυρόπηγμα, τυροπήγματος, στάρπη
Random words
Curbs in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κράσπεδα, κρασπέδων, κρασπεδόρειθρα, συγκρατήσεις, κερμπ
Translations: κράσπεδα, κρασπέδων, κρασπεδόρειθρα, συγκρατήσεις, κερμπ