Curtailing in greek
Translation: curtailing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συμπτυχθεί, περιστολή, περικοπή, η περιστολή, οποιοσδήποτε περιορισμός
Other Languages
Related words: curtailing
curtailing definition, curtailing language dictionary greek, curtailing in greek
Translations
- curtail in greek - κονταίνω, περικόπτω, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
- curtailed in greek - συντμηθούν, συντομευθούν, περικοπούν, περιοριστεί, περιόρισε
- curtailment in greek - περικοπή, περικοπής, περιορισμό, την περικοπή, περικοπής των
- curtailments in greek - περικοπές, περικοπής, περικοπών, σε περικοπές, περικοπών της
Random words
Curtailing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συμπτυχθεί, περιστολή, περικοπή, η περιστολή, οποιοσδήποτε περιορισμός
Translations: συμπτυχθεί, περιστολή, περικοπή, η περιστολή, οποιοσδήποτε περιορισμός