Dealings in greek
Translation: dealings, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σχέσεις, δοσοληψίες, συναλλαγές, τις συναλλαγές, συναλλαγών
Other Languages
Related words: dealings
business dealings, dark world dealings, dealings language dictionary greek, dealings in greek
Translations
- dealership in greek - αντιπροσωπείας, αντιπροσωπεία, διανομής, εμπορικής αντιπροσωπεύσεως, εμπορικής αντιπροσώπευσης
- dealing in greek - που ασχολούνται, ασχολούνται, αντιμετώπιση, ασχολείται, την αντιμετώπιση
- deals in greek - προσφορές, ασχολείται, προσφορών, ευκαιρίες, συμφωνίες
- dealt in greek - αντιμετωπίζονται, ασχολήθηκε, αντιμετωπιστεί, εξετάζονται, αντιμετωπιστούν
Random words
Dealings in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σχέσεις, δοσοληψίες, συναλλαγές, τις συναλλαγές, συναλλαγών
Translations: σχέσεις, δοσοληψίες, συναλλαγές, τις συναλλαγές, συναλλαγών