Decision-making in greek
Translation: decision-making, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
λήψης αποφάσεων, λήψη αποφάσεων, διαδικασία λήψης αποφάσεων, τη λήψη αποφάσεων, της λήψης αποφάσεων
Other Languages
Related words: decision-making
decision-making process, the decision-making process, decision making, decision-making model, ethical decision-making, decision-making language dictionary greek, decision-making in greek
Translations
- decision in greek - απόφαση
- decision-maker in greek - λήψης αποφάσεων, λήψης των αποφάσεων, φορέα λήψης των αποφάσεων, λήψης απόφασης, λήπτης αποφάσεων
- decisions in greek - αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, αποφάσεις που, τις αποφάσεις
- decisive in greek - αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Random words
Decision-making in greek - Dictionary: english » greek
Translations: λήψης αποφάσεων, λήψη αποφάσεων, διαδικασία λήψης αποφάσεων, τη λήψη αποφάσεων, της λήψης αποφάσεων
Translations: λήψης αποφάσεων, λήψη αποφάσεων, διαδικασία λήψης αποφάσεων, τη λήψη αποφάσεων, της λήψης αποφάσεων