Decreeing in greek
Translation: decreeing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποφασίσουμε, τους θεσπίζοντας, αποφασίσουμε την, να αποφασίσουμε την
Other Languages
Related words: decreeing
decreeing language dictionary greek, decreeing in greek
Translations
- decree in greek - διάταγμα, θεσπίζω, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
- decreed in greek - διάταγμα, αποφασίστηκε, θέσπισε, κήρυξε
- decrees in greek - διατάγματα, διαταγμάτων, αποφάσεις, διατάγματα που, τα διατάγματα
- decrement in greek - μείωση, Μείωσης, βηματικής μείωσης, ελάττωσης, ελαττώσεως
Random words
Decreeing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποφασίσουμε, τους θεσπίζοντας, αποφασίσουμε την, να αποφασίσουμε την
Translations: αποφασίσουμε, τους θεσπίζοντας, αποφασίσουμε την, να αποφασίσουμε την