Derelict in greek
Translation: derelict, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος, εγκαταλελειμένος, εγκαταλελειμμένων, εγκαταλελειμμένες, εγκαταλελειμμένη, εγκαταλελειμμένα
Related words
Other Languages
Related words: derelict
definition derelict, the derelict, flaky derelict, derelict define, orokin derelict, derelict language dictionary greek, derelict in greek
Translations
- deregulate in greek - απορύθμιση, απορρύθμιση, απορρυθμίσει, απορρύθμισης, απορρύθμιση των
- deregulation in greek - απορρύθμιση, απορύθμιση, η απορρύθμιση, απορρύθμισης, απελευθέρωση
- dereliction in greek - παράλειψη, εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, της εγκατάλειψη, την εγκατάλειψη
- derelicts in greek - εγκαταλειμμένοι, Εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα
Random words
Derelict in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος, εγκαταλελειμένος, εγκαταλελειμμένων, εγκαταλελειμμένες, εγκαταλελειμμένη, εγκαταλελειμμένα
Translations: εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος, εγκαταλελειμένος, εγκαταλελειμμένων, εγκαταλελειμμένες, εγκαταλελειμμένη, εγκαταλελειμμένα