Differentiating in greek
Translation: differentiating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαφοροποιώντας, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, διαφοροποιεί, διάκριση
Other Languages
Related words: differentiating
differentiating instruction, what is differentiating, differentiating strategies, differentiating product, differentiating functions, differentiating language dictionary greek, differentiating in greek
Translations
- differentiated in greek - διαφοροποιημένη, διαφοροποιημένα, διαφοροποιημένες, διαφοροποιημένο, διαφοροποιημένων
- differentiates in greek - διαφοροποιείται, διαφοροποιεί
- differentiation in greek - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- differentiations in greek - διαφοροποιήσεις, διαφοροποιήσεων, διαφοροποιήσεις που, τις διαφοροποιήσεις, οι διαφοροποιήσεις
Random words
Differentiating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαφοροποιώντας, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, διαφοροποιεί, διάκριση
Translations: διαφοροποιώντας, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, διαφοροποιεί, διάκριση