Dilated in greek
Translation: dilated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διατατική, διεσταλμένες, διασταλμένες, διεσταλμένη, διεσταλμένων
Other Languages
Related words: dilated
pupils dilated, pupils, dilated eyes, effaced, 1 cm dilated, dilated language dictionary greek, dilated in greek
Translations
- dilatation in greek - διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή
- dilate in greek - διαστέλλω, διαστέλλονται, διαστείλει, διαστέλλουν
- dilates in greek - διαστέλλει, διαστέλλεται, διαστολή
- dilating in greek - διαστέλλοντας, διασταλτικής, διασταλτικό, διασταλτικός, διαστολικού
Random words
Dilated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διατατική, διεσταλμένες, διασταλμένες, διεσταλμένη, διεσταλμένων
Translations: διατατική, διεσταλμένες, διασταλμένες, διεσταλμένη, διεσταλμένων