Dilatoriness in greek
Translation: dilatoriness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αναβλητικότητα, καθυστέρησε, ότι καθυστέρησε, η στασιμότητα, αναβολές ως
Other Languages
Related words: dilatoriness
dilatoriness language dictionary greek, dilatoriness in greek
Translations
- dilatometer in greek - διλατόμετρο, διαστολόμετρο, διαστολόμετρου, μετρητή εκτάσεως
- dilator in greek - διαστολέα, διαστολέας, διαστολέως, διαστολέας σύμφωνα, του διαστολέως
- dilatory in greek - αργός, παρελκυστική, παρελκυστικές, παρελκυστικών, παρελκύει
- dildo in greek - δονητή, δονητής, ομοίωμα, ντίλντο
Random words
Dilatoriness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αναβλητικότητα, καθυστέρησε, ότι καθυστέρησε, η στασιμότητα, αναβολές ως
Translations: αναβλητικότητα, καθυστέρησε, ότι καθυστέρησε, η στασιμότητα, αναβολές ως