Directivity in greek

Translation: directivity, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κατευθυντικότητα, κατευθυντικότητας, της κατευθυντικότητας, κατευθυντικότητας του, την κατευθυντικότητα
Directivity in greek
Other Languages

Related words: directivity

antenna directivity, directivity language dictionary greek, directivity in greek

Translations

  • directive in greek - οδηγία, οδηγίας, της οδηγίας, την οδηγία, οδηγίας του
  • directives in greek - οδηγίες, οδηγιών, οδηγίες που, τις οδηγίες, των οδηγιών
  • directly in greek - κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
  • directness in greek - αμεσότητα, ευθύτητα, αμεσότητας, την αμεσότητα, η αμεσότητα
Random words
Directivity in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κατευθυντικότητα, κατευθυντικότητας, της κατευθυντικότητας, κατευθυντικότητας του, την κατευθυντικότητα