Dispersant in greek
Translation: dispersant, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς
Other Languages
Related words: dispersant
oil dispersant, bp dispersant, dispersant language dictionary greek, dispersant in greek
Translations
- dispensing in greek - διανομής, διανομή, χορήγησης, παροχής, διάθεσης
- dispersal in greek - διασκορπισμός, διασπορά, διασποράς, τη διασπορά, της διασποράς
- disperse in greek - διασκορπίζω
- dispersed in greek - διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
Random words
Dispersant in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς
Translations: μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς