Disruptively in greek

Translation: disruptively, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αδιατάρακτη, διακόψουν τη λειτουργία τους, να διακόψουν τη λειτουργία, την αδιατάρακτη, διακόψουν τη λειτουργία
Disruptively in greek
Other Languages

Related words: disruptively

disruptively language dictionary greek, disruptively in greek

Translations

  • disruption in greek - αναστάτωση
  • disruptive in greek - διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, διασπαστική, αποδιοργανωτική, διασπαστικές
  • disruptiveness in greek - αναστάτωσης, της αναστάτωσης
  • disrupts in greek - διαταράσσει, ανατρέπει, διακόπτει
Random words
Disruptively in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αδιατάρακτη, διακόψουν τη λειτουργία τους, να διακόψουν τη λειτουργία, την αδιατάρακτη, διακόψουν τη λειτουργία