Diversifying in greek
Translation: diversifying, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαφοροποίηση, διαφοροποίηση των, τη διαφοροποίηση, διαφοροποίηση της, τη διαφοροποίηση των
Other Languages
Related words: diversifying
diversifying selection, what is diversifying, diversifying portfolio, directional selection, diversifying language dictionary greek, diversifying in greek
Translations
- diversion in greek - παρέκβαση, παρεκτροπή
- diversionary in greek - αντιπερισπασμού, παρακαμπτήριες, αντιπερισπασμό, των παρακαμπτηρίων, παρακαμπτηρίων
Random words
Diversifying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαφοροποίηση, διαφοροποίηση των, τη διαφοροποίηση, διαφοροποίηση της, τη διαφοροποίηση των
Translations: διαφοροποίηση, διαφοροποίηση των, τη διαφοροποίηση, διαφοροποίηση της, τη διαφοροποίηση των