Earliness in greek
Translation: earliness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πρωιμότητα, πρωιμότητας, η πρωιμότητα, την πρωιμότητα, της πρωιμότητας
Other Languages
Related words: earliness
earliness language dictionary greek, earliness in greek
Translations
- earlier in greek - νωρίτερα, προηγούμενες, προγενέστερο, προηγουμένως, προγενέστερου
- earliest in greek - νωρίτερο, παλαιότερη, συντομότερο, πρώτα, πρώτη
- earlobe in greek - λοβό του αυτιού, λοβού του αυτιού, του λοβού του αυτιού, λοβίο του αυτιού
- earls in greek - Earls, κόμες, κόμητες, το Earls, του Earls
Random words
Earliness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πρωιμότητα, πρωιμότητας, η πρωιμότητα, την πρωιμότητα, της πρωιμότητας
Translations: πρωιμότητα, πρωιμότητας, η πρωιμότητα, την πρωιμότητα, της πρωιμότητας