Effecting in greek
Translation: effecting, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πραγματοποίηση, την πραγματοποίηση, πραγματοποιεί, πραγματοποίηση της, πραγματοποιούν
Other Languages
Related words: effecting
affecting, affecting effecting, effecting vs affecting, affecting or effecting, effecting change, effecting language dictionary greek, effecting in greek
Translations
- effect in greek - αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
- effected in greek - πραγματοποιείται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιήθηκε
- effective in greek - αποτελεσματικός
- effectively in greek - αποτελεσματικά, αποτελεσματική, ουσιαστικά, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικό
Random words
Effecting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πραγματοποίηση, την πραγματοποίηση, πραγματοποιεί, πραγματοποίηση της, πραγματοποιούν
Translations: πραγματοποίηση, την πραγματοποίηση, πραγματοποιεί, πραγματοποίηση της, πραγματοποιούν