Exhaustiveness in greek
Translation: exhaustiveness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πληρότητα, την πληρότητα, πληρότητας, της πληρότητας, εξαντλητικότητα
Other Languages
Related words: exhaustiveness
exhaustiveness language dictionary greek, exhaustiveness in greek
Translations
- exhaustively in greek - εξαντλητικά, εξαντλητικό, διεξοδικά, περιοριστικά, περιοριστικώς
- exhausts in greek - Εξατμίσεις, εξατμίσεων, τις εξατμίσεις, καυσαέρια των, εξατμίσεις των
- exhibit in greek - έκθεμα, εκθέτω, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, έκθεση
Random words
Exhaustiveness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πληρότητα, την πληρότητα, πληρότητας, της πληρότητας, εξαντλητικότητα
Translations: πληρότητα, την πληρότητα, πληρότητας, της πληρότητας, εξαντλητικότητα