Experimentation in greek
Translation: experimentation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
Other Languages
Related words: experimentation
animal experimentation, human experimentation, animal testing, what is experimentation, animals experimentation, experimentation language dictionary greek, experimentation in greek
Translations
- experimentalist in greek - πειραματιστής, πειραματιστή, πειραματικός, πειραματιζόμενο, εξειδικευμένος ερευνητής
- experimentally in greek - πειραματικά, πειραματικώς, πειραματική, πειραματικό
- experimented in greek - πειραματίστηκε, πειραματιστεί, πειραματίστηκαν, πειράματα, πειραματικά
- experimenter in greek - πειραματιστής, πειραματιστή, πειραματιζόμενο, ερευνητή, πειραματιζόμενος
Random words
Experimentation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
Translations: πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό