Faring in greek
Translation: faring, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ιδίο, ευημερούν, δραστηριοποιούνται στο, που δραστηριοποιούνται στο, καλές επιδόσεις
Other Languages
Related words: faring
fairing, motorcycle faring, faring well, harley faring, definition faring, faring language dictionary greek, faring in greek
Translations
- farina in greek - Φαρίνα, Farina, φαρίνας, Φαρίν
- farm in greek - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Random words
Faring in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ιδίο, ευημερούν, δραστηριοποιούνται στο, που δραστηριοποιούνται στο, καλές επιδόσεις
Translations: ιδίο, ευημερούν, δραστηριοποιούνται στο, που δραστηριοποιούνται στο, καλές επιδόσεις