Grazed in greek
Translation: grazed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
βοσκή, βόσκει, χρησιμοποιούνται για βοσκή, που χρησιμοποιούνται για βοσκή, για βοσκή
Other Languages
Related words: grazed
grazed definition, grazed knees, grazed language dictionary greek, grazed in greek
Translations
- grayling in greek - είδος πεστρόφας, θύμαλλος, θύμαλλου στα νερά, θύμαλλου στα νερά του, θύμαλλου
- graze in greek - βόσκω, γδέρνομαι
- grazes in greek - εκδορές, βόσκει, γδαρσίματα, αμυχές, γρατσουνιές
- grazier in greek - κτηνοτρόφος
Random words
Grazed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: βοσκή, βόσκει, χρησιμοποιούνται για βοσκή, που χρησιμοποιούνται για βοσκή, για βοσκή
Translations: βοσκή, βόσκει, χρησιμοποιούνται για βοσκή, που χρησιμοποιούνται για βοσκή, για βοσκή