Hawse in greek
Translation: hawse, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
οπή πρωράς πλοίου, τρύπα δίοδου αλυσίδας άγκυρας, τρύπα δίοδου χοντρού κάβου, από τον μεταλλικό, τον μεταλλικό
Other Languages
Related words: hawse
hawse fairlead, hawse language dictionary greek, hawse in greek
Translations
- hawks in greek - γεράκια, Hawks, γερακιών, Χοκς, τα γεράκια
- hawse-hole in greek - από τον μεταλλικό, τον μεταλλικό, τρύπα δίοδου αλυσίδας άγκυρας, οπή πρωράς πλοίου, τρύπα δίοδου χοντρού κάβου
- hawser in greek - καλώδιο, συρματόσχοινου έλξης, σχοινιού, συρματόσχοινο έλξης
Random words
Hawse in greek - Dictionary: english » greek
Translations: οπή πρωράς πλοίου, τρύπα δίοδου αλυσίδας άγκυρας, τρύπα δίοδου χοντρού κάβου, από τον μεταλλικό, τον μεταλλικό
Translations: οπή πρωράς πλοίου, τρύπα δίοδου αλυσίδας άγκυρας, τρύπα δίοδου χοντρού κάβου, από τον μεταλλικό, τον μεταλλικό