Impairment in greek
Translation: impairment, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
Related words
Other Languages
Related words: impairment
cognitive, cognitive impairment, visual impairment, what is impairment, impairment definition, impairment language dictionary greek, impairment in greek
Translations
- impaired in greek - διαταραχή, διαταραγμένη, εξασθενημένη, διαταραχή της, επηρεασμένη
- impairing in greek - ΜΕΙΩΝΟΥΝ, ΜΕΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, εξασθένισης δίνοντας
- impairments in greek - απομειώσεις, διαταραχές, βλάβες, απομειώσεων, όρασης
- impairs in greek - βλάπτει, εξασθενεί, δε μειώνει, μειώνει τη συνολική αποτελεσματικότητα, δεν μειώνει τη συνολική
Random words
Impairment in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
Translations: εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση