In-plant in greek

Translation: in-plant, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
στο εργοστάσιο, εντός του εργοστασίου, εντός των εγκαταστάσεων, σε επιχείρηση-, σε επιχείρηση
In-plant in greek
Other Languages

Related words: in-plant

in-plant language dictionary greek, in-plant in greek

Translations

  • in-patient in greek - σε, εις, εντός, εν
  • in-payment in greek - στην, σε, στο, στη, στον
  • in-process in greek - κατά τη διεργασία, κατά τη διαδικασία, τη διεργασία, τον κατά τη διεργασία, εντός διεργασίας
  • in-situ in greek - επί τόπου, το παρασκευαζόμενο επί τόπου, παρασκευαζόμενο επί τόπου, παρασκευαζόμενου επί τόπου
Random words
In-plant in greek - Dictionary: english » greek
Translations: στο εργοστάσιο, εντός του εργοστασίου, εντός των εγκαταστάσεων, σε επιχείρηση-, σε επιχείρηση