Incapacitates in greek
Translation: incapacitates, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αχρηστεύει, εξουδετερώνει, καθιστά ανίκανος
Other Languages
Related words: incapacitates
incapacitates language dictionary greek, incapacitates in greek
Translations
- incapacitate in greek - αχρηστεύω, κάνω ανίκανο, κάμνω ανίκανο, την εξουδετέρωση, θέσουν σε ανικανότητα
- incapacitated in greek - ανίκανος, ανίκανοι, ανίκανο, ανικανότητας, ανίκανα
- incapacitating in greek - ανικανότητα, εξουδετέρωσης, ανίκανο, καθιστώντας ανίκανο
- incapacitation in greek - ανικανότητα, αδιαθεσία, αδιαθεσίας, της αδιαθεσίας, την αδιαθεσία
Random words
Incapacitates in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αχρηστεύει, εξουδετερώνει, καθιστά ανίκανος
Translations: αχρηστεύει, εξουδετερώνει, καθιστά ανίκανος