Incurred in greek
Translation: incurred, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Other Languages
Related words: incurred
incurred costs, incurred cost, incurred by, expenses incurred, what is incurred, incurred language dictionary greek, incurred in greek
Translations
- incurious in greek - αδιάφορος, αδιάφορο, αδιάφορη, αδιάφορους, αδιάφοροι
- incurring in greek - αναλαμβάνοντας, υποστεί, να υποστεί, να συνεπάγεται, να υφίσταται
- incurs in greek - αναλαμβάνει και, η ανάληψη και ο, ανάληψη και ο
Random words
Incurred in greek - Dictionary: english » greek
Translations: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Translations: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν