Index in greek
Translation: index, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
Related words
Other Languages
Related words: index
glycemic index, death index, price index, body mass index, social security, index language dictionary greek, index in greek
Translations
- indeterminately in greek - αορίστου χρόνου, αποσδιόριστα, ακαθόριστα, απεριόριστα
- indeterminateness in greek - Η ασάφεια, Η ασάφεια που, ασάφεια, ασάφεια που, ασάφεια που τα
- index-linked in greek - τιμαριθμικές, τιμαριθμικά, τιμαριθμοποιημένων, τιμαριθμοποιημένου, τιμαριθμοποιημέ-
- indexation in greek - τιμαριθμική αναπροσαρμογή, τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογής, τιμαριθμοποίησης, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Random words
Index in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
Translations: ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη