Initializing in greek
Translation: initializing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αρχικοποίηση, αρχικοποιείται, την αρχικοποίηση, αρχικοποίησης
Other Languages
Related words: initializing
initializing array, initializing an array, java initializing array, initializing arrays, initializing variables, initializing language dictionary greek, initializing in greek
Translations
- initialized in greek - αρχικοποιείται, προετοιμασία, αρχικοποιηθεί, προετοιμαστεί, αρχικοποιούνται
- initializes in greek - αρχικοποιεί, Αρχικοποιήστε, Αρχικοποιήστε την, είναι η έναρξη
- initially in greek - αρχικά, αρχικώς, αρχική, που αρχικά
- initials in greek - αρχικά, Τα αρχικά, ακρωνύμιο, αρχικά του, αρχικών
Random words
Initializing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αρχικοποίηση, αρχικοποιείται, την αρχικοποίηση, αρχικοποίησης
Translations: αρχικοποίηση, αρχικοποιείται, την αρχικοποίηση, αρχικοποίησης