Injuring in greek
Translation: injuring, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
τραυματίζοντας, τον τραυματισμό, τραυματίσει, τραυματίζει, τραυματιστούν
Other Languages
Related words: injuring
self injuring, injuring language dictionary greek, injuring in greek
Translations
- injures in greek - τραυματισμών, κακώσεων, τραυμάτων, τραυμάτων την, τραυμάτων την κεφαλής
- injuries in greek - τραυματισμοί, τραυματισμούς, οι τραυματισμοί, τραυματισμών, πρόκλησης τραυματισμών
- injuriously in greek - ζημιογόνου, αντικείμενο ζημιογόνου, με ζημιογόνο, αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου, αποτέλεσε αντικείμενο ζημιογόνου
Random words
Injuring in greek - Dictionary: english » greek
Translations: τραυματίζοντας, τον τραυματισμό, τραυματίσει, τραυματίζει, τραυματιστούν
Translations: τραυματίζοντας, τον τραυματισμό, τραυματίσει, τραυματίζει, τραυματιστούν