Institutionalize in greek
Translation: institutionalize, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
θεσμοποιήσει, θεσμοθέτηση, θεσμοθετήσουμε, θεσμοθετήσει, τη θεσμοθέτηση
Other Languages
Related words: institutionalize
institutionalize language dictionary greek, institutionalize in greek
Translations
- institutional in greek - θεσμική, θεσμικές, θεσμικό, θεσμικού, θεσμικών
- institutionalization in greek - θεσμοθέτηση, ιδρυματοποίηση, ιδρυματοποίησης, θεσμοποίηση, θεσμοθέτησης
- institutionalized in greek - θεσμοθετημένη, θεσμοποιημένη, θεσμοθετημένου, θεσμοθετημένο, θεσμοθετημένης
- institutionalizes in greek - θεσμοθετεί, καθιερώνει, καθιερώνει την, θεσμοποιεί, θεσμοθετεί τον
Random words
Institutionalize in greek - Dictionary: english » greek
Translations: θεσμοποιήσει, θεσμοθέτηση, θεσμοθετήσουμε, θεσμοθετήσει, τη θεσμοθέτηση
Translations: θεσμοποιήσει, θεσμοθέτηση, θεσμοθετήσουμε, θεσμοθετήσει, τη θεσμοθέτηση