Interpersonally in greek
Translation: interpersonally, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαπροσωπικό, διαπροσωπικά, διαπροσωπικές, διαπροσωπικές τους
Other Languages
Related words: interpersonally
interpersonally language dictionary greek, interpersonally in greek
Translations
- interpenetration in greek - αλληλοδιείσδυση, διείσδυση, αλληλοδιεισδύσεως, αλληλοδιείσδυσης, αλληλοδιείσδυση στο
- interpersonal in greek - διαπροσωπικές, διαπροσωπική, διαπροσωπικών, διαπροσωπικής, τις διαπροσωπικές
- interphone in greek - ενδοεπικοινωνίας, ενδοτηλεφωνικού, ενδοτηλεφωνικό, ενδοεπικοινωνίας των
Random words
Interpersonally in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαπροσωπικό, διαπροσωπικά, διαπροσωπικές, διαπροσωπικές τους
Translations: διαπροσωπικό, διαπροσωπικά, διαπροσωπικές, διαπροσωπικές τους