Lagging in greek
Translation: lagging, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υστερούν, που υστερούν, υστέρηση, καθυστερημένες, υστερούσες
Other Languages
Related words: lagging
lagging strand, what is lagging, leading and lagging, computer lagging, video lagging, lagging language dictionary greek, lagging in greek
Translations
- laggards in greek - καθυστερημένοι, ουραγοί, βραδυπορούντες, αδρανών ανθρώπων, μεγαλύτερη καθυστέρηση
- lagged in greek - με χρονική υστέρηση, υστέρηση, χρονική υστέρηση, υπολειπόταν, καθυστερημένη
- lagoon in greek - λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσας, λίμνη, στη λιμνοθάλασσα, λιμνοθάλασσα της
- lags in greek - υστερήσεων, χρονικές υστερήσεις, υστερήσεις, ΟΤΔ, χρονική υστέρηση
Random words
Lagging in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υστερούν, που υστερούν, υστέρηση, καθυστερημένες, υστερούσες
Translations: υστερούν, που υστερούν, υστέρηση, καθυστερημένες, υστερούσες