Legalizing in greek
Translation: legalizing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της
Other Languages
Related words: legalizing
legalizing marijuana, legalizing weed, legalizing drugs, marijuana legalization, legalizing pot, legalizing language dictionary greek, legalizing in greek
Translations
- legalized in greek - νομιμοποίησε, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιήθηκε, νομιμοποιηθούν, επικυρωμένα
- legalizes in greek - νομιμοποιεί, νομιμοποιεί τη, τη νομιμοποιεί, νομιμοποιεί τον, Νομιμοποιώντας
- legally in greek - νόμιμα
Random words
Legalizing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της
Translations: νομιμοποιώντας, νομιμοποίηση, τη νομιμοποίηση, νομιμοποίηση των, νομιμοποίηση της