Licenser in greek
Translation: licenser, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
δικαιοπάροχος, χορηγός της άδειας, εκχωρών την άδεια, ο πάροχος άδειας χρήσης, πάροχος άδειας χρήσης
Other Languages
Related words: licenser
licenser language dictionary greek, licenser in greek
Translations
- licensed in greek - αδειούχος, άδεια, άδεια χρήσης, με άδεια, λάβει άδεια
- licensee in greek - κάτοχος άδειας, Δικαιούχος Άδειας Χρήσης, δικαιοδόχος, δικαιοδόχου, δικαιοδόχο
- licenses in greek - άδειες, αδειών, πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, Τα πιστοποιητικά
- licensing in greek - αδειοδότησης, αδειοδότηση, αδειών, χορήγησης αδειών, χορήγηση αδειών
Random words
Licenser in greek - Dictionary: english » greek
Translations: δικαιοπάροχος, χορηγός της άδειας, εκχωρών την άδεια, ο πάροχος άδειας χρήσης, πάροχος άδειας χρήσης
Translations: δικαιοπάροχος, χορηγός της άδειας, εκχωρών την άδεια, ο πάροχος άδειας χρήσης, πάροχος άδειας χρήσης