Licensing in greek

Translation: licensing, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αδειοδότησης, αδειοδότηση, αδειών, χορήγησης αδειών, χορήγηση αδειών
Licensing in greek
Other Languages

Related words: licensing

department of licensing, license, microsoft licensing, washington licensing, volume licensing, licensing language dictionary greek, licensing in greek

Translations

  • licenser in greek - δικαιοπάροχος, χορηγός της άδειας, εκχωρών την άδεια, ο πάροχος άδειας χρήσης, πάροχος άδειας χρήσης
  • licenses in greek - άδειες, αδειών, πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, Τα πιστοποιητικά
  • licensor in greek - δικαιοπάροχος, δικαιοπαρόχου, δικαιοπάροχο, δικαιοπάροχου, χορηγό άδειας χρήσης
  • licentiate in greek - δίπλωμα licentiate, άδειας άσκησης επαγγέλματος, το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Licentiate
Random words
Licensing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αδειοδότησης, αδειοδότηση, αδειών, χορήγησης αδειών, χορήγηση αδειών