Limed in greek
Translation: limed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διατηρημένα με ασβέστη, διατηρημένες σε ασβέστιο, άλλα διατηρητικά, με άλλα διατηρητικά, άλλα διατηρητικά διαλύματα
Other Languages
Related words: limed
limed oak, limed wood, limed language dictionary greek, limed in greek
Translations
- lime-pit in greek - ασβέστη, ασβέστης, ασβέστου, άσβεστος, άσβεστο
- lime-tree in greek - ασβέστη, ασβέστης, ασβέστου, άσβεστος, άσβεστο
- limekiln in greek - ασβεστοποιία, Ασβεστοκάμινο, ασβεστοκάμινος
- limelight in greek - λάμψη, δημοσιότητα, προσκήνιο, φώτα της δημοσιότητας, φως της δημοσιότητας
Random words
Limed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διατηρημένα με ασβέστη, διατηρημένες σε ασβέστιο, άλλα διατηρητικά, με άλλα διατηρητικά, άλλα διατηρητικά διαλύματα
Translations: διατηρημένα με ασβέστη, διατηρημένες σε ασβέστιο, άλλα διατηρητικά, με άλλα διατηρητικά, άλλα διατηρητικά διαλύματα