Limy in greek
Translation: limy, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ασβεστώδης, ασβέστη, από ασβέστη, και ασβέστη, ασβεστωμένους
Other Languages
Related words: limy
limy language dictionary greek, limy in greek
Translations
- limpness in greek - χαλαρότητα, χαλαρότητας, μαλακότητα, χαλαρότητας των άκρων, τη χαλαρότητα
- limps in greek - κουτσαίνει, κάνει limp, χωλαίνει, είναι κουτσός
- linage in greek - ευθυγράμμιση, αριθμός γραμμών, το linage
- linchpin in greek - κεντρικός μοχλός, ακρογωνιαίο λίθο, κινητήριο μοχλό, κεντρικού άξονα, ακρογωνιαίος λίθος
Random words
Limy in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ασβεστώδης, ασβέστη, από ασβέστη, και ασβέστη, ασβεστωμένους
Translations: ασβεστώδης, ασβέστη, από ασβέστη, και ασβέστη, ασβεστωμένους