Liquidation in greek
Translation: liquidation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
Related words
Other Languages
Related words: liquidation
liquidation channel, government liquidation, liquidation sale, liquidation furniture, liquidation center, liquidation language dictionary greek, liquidation in greek
Translations
- liquidates in greek - εκκαθαρίσει, ρευστοποιεί, θα εκκαθαρίσει, εξολοθρεύει, ρευστοποιεί τη
- liquidating in greek - ρευστοποίησης, ρευστοποιήσιμης, ρευστοποιήσιμη, εκκαθαριστικού
- liquidator in greek - εκκαθαριστής, εκκαθαριστή, σύνδικος, συνδίκου, σύνδικο
- liquidity in greek - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
Random words
Liquidation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
Translations: εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως