Minimization in greek
Translation: minimization, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης του, η ελαχιστοποίηση
Other Languages
Related words: minimization
cost minimization, minimization problem, function minimization, energy minimization, waste minimization, minimization language dictionary greek, minimization in greek
Translations
- minimalist in greek - μινιμαλιστικό, μινιμαλιστική, μινιμαλιστικά, μινιμαλιστικές, μίνιμαλ
- minimally in greek - ελάχιστα, ελάχιστο, ελαχίστως, ελάχιστον, μινιμαλιστική
- minimize in greek - ελαχιστοποιώ, ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
- minimized in greek - ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση
Random words
Minimization in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης του, η ελαχιστοποίηση
Translations: ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίησης του, η ελαχιστοποίηση