Motorization in greek
Translation: motorization, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αυτοκίνηση, μηχανοκίνηση, ηλεκτροκίνησης, μηχανοκίνησης, ηλεκτροκίνηση
Other Languages
Related words: motorization
motorization language dictionary greek, motorization in greek
Translations
- motorist in greek - αυτοκινητιστής
- motorists in greek - αυτοκινητιστές, οδηγούς, οδηγοί, τους αυτοκινητιστές, οδηγών
- motorize in greek - εφοδιάζω με αυτόματο κινητήρα, αυτόματο μηχανισμό, αυτόματο μηχανισμό σε, αυτοκίνηση, η αυτοκίνηση
- motorized in greek - μηχανοκίνητα, μηχανοκίνητη, κινητήρα, μηχανοκίνητων, με κινητήρα
Random words
Motorization in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αυτοκίνηση, μηχανοκίνηση, ηλεκτροκίνησης, μηχανοκίνησης, ηλεκτροκίνηση
Translations: αυτοκίνηση, μηχανοκίνηση, ηλεκτροκίνησης, μηχανοκίνησης, ηλεκτροκίνηση