Multiplicatively in greek

Translation: multiplicatively, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικώς
Multiplicatively in greek
Other Languages

Related words: multiplicatively

multiplicatively language dictionary greek, multiplicatively in greek

Translations

  • multiplications in greek - πολλαπλασιασμών, πολλαπλασιασμούς, πολλαπλασιασμοί, πολλαπλασιασμούς της
  • multiplicative in greek - πολλαπλασιαστική, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικός, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικών
  • multiplicity in greek - πολλαπλότητα, πλήθος, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα
  • multiplied in greek - πολλαπλασιάζεται, πολλαπλασιαζόμενο, πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαζόμενη, πολλαπλασιασμένη
Random words
Multiplicatively in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικώς