Normalised in greek

Translation: normalised, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κανονικοποιημένη, ομαλοποιημένη, κανονικοποιημένο, κανονικοποιημένες, κανονικοποιημένης
Normalised in greek
Other Languages

Related words: normalised

normalised language dictionary greek, normalised in greek

Translations

  • normalcy in greek - κανονικότητα, ομαλότητα, ομαλότητας, κανονικότητας, την ομαλότητα
  • normalisation in greek - ομαλοποίηση, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, κανονικοποίησης, εξομάλυνσης
  • normalises in greek - ομαλοποιεί, ομαλοποιεί τον, ομαλοποιεί την, ομαλοποιεί τo, εξο- μαλύνει την
  • normality in greek - ομαλότητα, κανονικότητα, ομαλότητας, φυσιολογικότητα, την ομαλότητα
Random words
Normalised in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κανονικοποιημένη, ομαλοποιημένη, κανονικοποιημένο, κανονικοποιημένες, κανονικοποιημένης