Operates in greek

Translation: operates, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται
Operates in greek
Other Languages

Related words: operates

operates definition, operates language dictionary greek, operates in greek

Translations

  • operate in greek - εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
  • operated in greek - λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
  • operatic in greek - μελοδραματικός, οπερατικά, οπερατική, οπερατικής, οπερατικές
  • operating in greek - λειτουργίας, λειτουργικές, λειτουργικό, λειτουργικών, λειτουργικά
Random words
Operates in greek - Dictionary: english » greek
Translations: λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται