Opportunistically in greek
Translation: opportunistically, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καιροσκοπικά, ευκαιριακά, οπορτουνιστικά, ευκαιριακά να, ευκαιριακή
Other Languages
Related words: opportunistically
opportunistically language dictionary greek, opportunistically in greek
Translations
- opportunist in greek - καιροσκόπος, οπορτουνιστική, οπορτουνιστικές, οπορτουνιστικών, οπορτουνιστικό
- opportunistic in greek - καιροσκοπικός, ευκαιριακές, ευκαιριακών, καιροσκοπική, ευκαιριακή
- opportunists in greek - οπορτουνιστές, καιροσκόπους, καιροσκόποι, οπορτουνιστών, καιροσκόπων
- opportunities in greek - ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, δυνατοτήτων, των ευκαιριών
Random words
Opportunistically in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καιροσκοπικά, ευκαιριακά, οπορτουνιστικά, ευκαιριακά να, ευκαιριακή
Translations: καιροσκοπικά, ευκαιριακά, οπορτουνιστικά, ευκαιριακά να, ευκαιριακή