Orientating in greek
Translation: orientating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προσανατολίζοντας, τον προσανατολισμό, προσανατολισμό της, προσανατολισμός της, ο προσανατολισμός
Other Languages
Related words: orientating
orientating language dictionary greek, orientating in greek
Translations
- orientated in greek - προσανατολισμένος, προσανατολισμένοι, προσανατολισμένης, προσανατολισμένος προς, Orientated
- orientates in greek - προσανατολίζει
- orientation in greek - προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, κατεύθυνση
- orientations in greek - προσανατολισμοί, προσανατολισμούς, κατευθύνσεις, προσανατολισμών, τους προσανατολισμούς
Random words
Orientating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προσανατολίζοντας, τον προσανατολισμό, προσανατολισμό της, προσανατολισμός της, ο προσανατολισμός
Translations: προσανατολίζοντας, τον προσανατολισμό, προσανατολισμό της, προσανατολισμός της, ο προσανατολισμός