Overload in greek
Translation: overload, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Related words
Other Languages
Related words: overload
cute overload, azz overload, iron overload, fluid overload, oil overload, overload language dictionary greek, overload in greek
Translations
- overlie in greek - υπέρκειμαι, υπέρκεινται, να υπέρκεινται, επικαλύπτουν τα, κείνται πάνω
- overlies in greek - υπέρκειται, επικαλύπτει, βρίσκεται πάνω από, υπέρκειται του
- overload-proof in greek - υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
- overloaded in greek - υπερφορτωμένο, υπερφορτωθεί, υπερφορτωμένη, υπερφορτωμένοι, υπερφόρτωση
Random words
Overload in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Translations: υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση