Panicking in greek

Translation: panicking, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πανικοβάλλονται, πανικό, να πανικοβάλλονται, πανικοβάλλεται, στον πανικό
Panicking in greek
Other Languages

Related words: panicking

panicing, panicking definition, stop panicking, panicking language dictionary greek, panicking in greek

Translations

  • panic-struck in greek - πανικού, πανικός, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
  • panicked in greek - πανικοβλήθηκαν, πανικοβληθεί, πανικοβλήθηκε, Πανικοβλήθηκα, έκανε panic
  • panicky in greek - πανικόβλητος, πανικό, πανικόβλητο, πανικόβλητων, πανικόβλητη
  • panicle in greek - ανθήλη, φόβης, φόβη, φούντας
Random words
Panicking in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πανικοβάλλονται, πανικό, να πανικοβάλλονται, πανικοβάλλεται, στον πανικό