Peculiarly in greek
Translation: peculiarly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
παραδόξως, φύση τους, τη φύση τους, παράξενα, από τη φύση τους
Other Languages
Related words: peculiarly
peculiarly language dictionary greek, peculiarly in greek
Translations
- peculiarities in greek - ιδιαιτερότητες, ιδιαιτεροτήτων, ιδιομορφίες, ιδιαιτερότητές, τις ιδιαιτερότητες
- peculiarity in greek - ιδιορρυθμία, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφία, ιδιαιτερότητας, ιδιομορφίας
- pecuniary in greek - χρηματική, χρηματικές, χρηματικών, χρηματικά, χρηματικής
- pedagogic in greek - παιδαγωγική, παιδαγωγικές, παιδαγωγικής, παιδαγωγικό, παιδαγωγικά
Random words
Peculiarly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: παραδόξως, φύση τους, τη φύση τους, παράξενα, από τη φύση τους
Translations: παραδόξως, φύση τους, τη φύση τους, παράξενα, από τη φύση τους