Penetrability in greek
Translation: penetrability, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ευδιαπέραστο, διαπεραστικότητας, διεισδυσιμότητας, διαπερατότητα, διεισδυτικότητα
Other Languages
Related words: penetrability
penetrability language dictionary greek, penetrability in greek
Translations
- penelope in greek - Πηνελόπη, Πηνελόπης, Η Πηνελόπη, της Πηνελόπης
- penetrable in greek - διαπεραστικός, διαπερατός, διαπερατό, διαπερατή, διατρυπούμενο
- penetrably in greek - διαπερατώς
Random words
Penetrability in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ευδιαπέραστο, διαπεραστικότητας, διεισδυσιμότητας, διαπερατότητα, διεισδυτικότητα
Translations: ευδιαπέραστο, διαπεραστικότητας, διεισδυσιμότητας, διαπερατότητα, διεισδυτικότητα