Penstock in greek
Translation: penstock, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υδατοφράκτης, αγωγού πτώσης, Αγωγοί πτώσης, ορθογώνια ανυψούμενη θύρα, ορθογώνιας ανυψούμενης θύρας
Other Languages
Related words: penstock
penstock language dictionary greek, penstock in greek
Translations
- pensively in greek - σκεπτικά, περιφερόταν συλλογιζόμενος, συλλογιζόμενος
- pensiveness in greek - συλλογισμός, κατήφεια, σκεπτικός, έντονες σκέψεις
- pent in greek - έγκλειστος, Εγκλωβισμένων, πεντ, Pent, εγκλωβισμένος
- pent-up in greek - πεντ-
Random words
Penstock in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υδατοφράκτης, αγωγού πτώσης, Αγωγοί πτώσης, ορθογώνια ανυψούμενη θύρα, ορθογώνιας ανυψούμενης θύρας
Translations: υδατοφράκτης, αγωγού πτώσης, Αγωγοί πτώσης, ορθογώνια ανυψούμενη θύρα, ορθογώνιας ανυψούμενης θύρας