Perceptiveness in greek

Translation: perceptiveness, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αντιληπτικότης, παρατηρητικότητάς, διορατι, διορατικότητα, αντιληπτική ικανότητα
Perceptiveness in greek
Other Languages

Related words: perceptiveness

social perceptiveness, perceptiveness language dictionary greek, perceptiveness in greek

Translations

  • perceptive in greek - οξυδερκής, διορατική, διορατικός, αντιληπτική, διορατικοί
  • perceptively in greek - οξυδέρκεια, διορατικά, με οξύνοια, οξύνοια, αντιληπτικά
  • perceptivity in greek - οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα
  • perceptual in greek - αντιληπτική, αντιληπτικές, αντιληπτικής, αντίληψης, αντιληπτικών
Random words
Perceptiveness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αντιληπτικότης, παρατηρητικότητάς, διορατι, διορατικότητα, αντιληπτική ικανότητα